- βρόμικος
- -η, -ο1. ακάθαρτος, λερωμένος2. αισχρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βρόμικος — η, ο 1. ακάθαρτος: Φάγανε κι αφήσαν βρόμικα τα πιάτα. 2. ανήθικος, επιλήψιμος: Πλούτισε γιατί πάντα ανακατευόταν σε βρόμικες δουλειές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυμίαρος — ον, Α πολύ μιαρός, πολύ βρόμικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μιαρός «βρόμικος, μολυσμένος» (πρβλ. παμ μίαρος)] … Dictionary of Greek
άτσαλος — η, ο (Μ ἄτσαλος, η, ον) 1. ακατάστατος, ατημέλητος 2. άπρεπος, άκοσμος 3. βρόμικος 4. κακοφτιαγμένος, δύσμορφος νεοελλ. αδέξιος μσν. 1. ακατάστατος ηθικά, επιλήψιμος 2. (για φαγητό) βαρύς, βλαβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < αρχ.… … Dictionary of Greek
αζαγιά — η 1. αιθάλη, καπνιά 2. τέφρα που απομένει από χαρτί ή ύφασμα μετά την τέλεια αποτέφρωσή του 3. (για πολυκαιρισμένα ρούχα) ράκη, κουρέλια 4. ιστός αράχνης και μάλιστα βρόμικος 5. το έντομο αράχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἄζα «αιθάλη, καπνιά» + ιά πρβλ … Dictionary of Greek
ακάθαρτος — η, ο (Α ἀκάθαρτος, ον) 1. αυτός που δεν είναι καθαρός, ο βρόμικος, ο λερωμένος 2. (για τον αέρα) ο μολυσμένος 3. ακάθαρτος στην ψυχή, διεφθαρμένος 4. αυτός που δεν έχει καθαρθεί, δεν έχει εξαγνιστεί 5. (για υγρά ή στερεά) εκείνος που περιέχει… … Dictionary of Greek
ανάλλακτος — και χτος και γος, η, ο (Α ἀνάλλακτος, ον) αυτός που δεν μεταβάλλεται ή δεν μπορεί να μεταβληθεί, αμετάβλητος, αναλλοίωτος νεοελλ. 1. αυτός που δεν ανταλλάχθηκε ή δεν είναι δυνατόν να ανταλλαχθεί 2. αυτός που δεν αντικαταστάθηκε 3. αυτός που δεν… … Dictionary of Greek
ατσίγγανος — ο [Αθίγγανος] 1. αθίγγανος, γύφτος, κατσίβελος 2. (συνκδ.) α) αυτός που αλλάζει συνέχεια διαμονή β) ακάθαρτος, βρόμικος, ακατάστατος γ) λαίμαργος, πειναλέος δ) φιλάργυρος, τσιγκούνης ε) σιδηρουργός, γύφτος, χαλκιάς … Dictionary of Greek
ατσιγγαναριό — το 1. κατασκήνωση τσιγγάνων 2. τόπος ακατάστατος και βρόμικος 3. εργαστήριο τσιγγάνου, σιδεράδικο … Dictionary of Greek
αυχμηρός — ή, ό (AM αὐχμηρός, ά, όν) [αυχμός] 1. ξερός, άνυδρος 2. (για ύφος) αυστηρός, στεγνός μσν. 1. (για ζώο) αυτό που ζει σε άνυδρη χώρα 2. (για τον ήλιο) σκοτεινός, σε έκλειψη·1| αρχ. (για τα μαλλιά) ρυπαρός, βρόμικος … Dictionary of Greek
αυχμώ — αὐχμῶ ( έω και άω) (Α) [αυχμός] 1. είμαι στεγνός, ξερός, άνυδρος 2. είμαι βρόμικος, ρυπαρός … Dictionary of Greek